- ζηλεύει
- ζηλεύωpres ind mp 2nd sgζηλεύωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… … Dictionary of Greek
ζηλεύω — ζήλεψα, ζηλεμένος 1. επιθυμώ κάτι που έχει ο άλλος: Ζηλεύω τα πλούτη σου. 2. ζηλοτυπώ: Ζηλεύει τον άντρα της. 3. φθονώ: Ζηλεύει τους ανωτέρους του και προσπαθεί να τους βλάψει. 4. μακαρίζω κάποιον: Σε ζηλεύω για την τύχη σου. 5. ζηλεμένος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Evridiki — Infobox musical artist Name = Evridiki Img capt = Evridiki performing Comme Ci, Comme Ça at the Eurovision Song Contest 2007 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date and age|1968|2|25 Limassol, Cyprus … Wikipedia
άζηλος — και άζουλος η, ο (Α ἄζηλος, ον) ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τόν ζηλεύει κανείς νεοελλ. αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος 2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας») 3.… … Dictionary of Greek
αζήλευτος — η, ο [ζηλεύω] 1. αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, δεν τόν φθονούν 2. αυτός που δεν ζηλεύει, που δεν είναι ζηλιάρης … Dictionary of Greek
αζηλότυπος — η, ο (Α ἀζηλότυπος, ον) [ζηλότυπος] αυτός που δεν ζηλεύει, ο μη ζηλότυπος … Dictionary of Greek
αξιοζήλευτος — η, ο εκείνος που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + ζηλευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
ζήλεια — και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά) 1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα τού άλλου και να τόν φθονεί γι αυτά 2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την… … Dictionary of Greek
σεμνοβάσκανος — ον, Α αυτός που ζηλεύει καθετί το μεγάλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + βάσκανος «μάγος, κακός, φθονερός»] … Dictionary of Greek
σπυρί — το, Ν 1. εξάνθημα ή τοπική φλεγμονή τού δέρματος 2. σπόρος, κόκκος φυτού («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα τό ζηλεύει», Σολωμ.) 3. φρ. «κακό σπυρί» ψευδάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σπυρ ίον υποκορ. τού σπυρός δωρ. τ. τού πυρός… … Dictionary of Greek